μυκᾶται

μυκᾶται
рычит

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μυκᾶται" в других словарях:

  • μυκᾶται — μῡκᾶται , μυκάομαι low pres subj mp 3rd sg μῡκᾶται , μυκάομαι low pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GANGES — fluv. maximus Indiae ulterioris, illam a citeriori disterminans, ex Emodis montibus profluens, ac in mer. in Oceanum Indicum exiens, evius minima latitudo 2. mill. maxima 5. Plin. l. 33. c. 4. auriferum facit, et cum Tago, Pado, Hebro. ac Paetolo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάμυκος — μεγάμυκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. τού όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύ μυκος] …   Dictionary of Greek

  • μυκαρός — μυκαρός, ά, όν (Α) αυτός που έχει την τάση να μυκάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. αρός (πρβλ. γερ αρός, λιπ αρός)] …   Dictionary of Greek

  • μυκαστικός — μυκαστικός, ή, όν (Μ) [μυκώμαι] αυτός που μυκάται συχνά …   Dictionary of Greek

  • μυκητής — ο (Α μυκητής, δωρ. τ. μυκατάς, ὁ) [μυκώμαι] (νεοελλ) ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πιθήκων alouatta αρχ. αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει …   Dictionary of Greek

  • μυκητικός — μυκητικός, ή, όν (Α) [μυκητής] αυτός που αναφέρεται στον μυκηθμό ή ο επιτήδειος στο να μυκάται, ο μυκώμενος …   Dictionary of Greek

  • μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… …   Dictionary of Greek

  • περιμυκής — ές, Α [περιμυκώμαι] αυτός που μυκάται δυνατά, που ο μυκηθμός του ακούγεται ολόγυρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»